- επακτή
- η (Α ἐπακτή)νεοελλ.αστρον. η ηλικία τής σελήνης κατά την 1η Ιανουαρίου ή την 22α Μαρτίου κάθε έτους, που είναι χρήσιμη αφετηρία για τον καθορισμό τής ημερομηνίας τού Πάσχααλλιώς «θεμέλιο σελήνης»αρχ.1. η διαφορά τού πολιτικού ηλιακού έτους προς το τροπικό2. στο εκκλ. ημερολόγιο η διαφορά τού ηλιακού προς το σεληνιακό έτος3. «ἐπακταὶ ἡμέραι» — οι εμβόλιμες ημέρες, δηλ. πέντε ημέρες που πρόσθεταν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στο τέλος κάθε έτους, για να συμπληρωθεί ο αριθμός τών 365 ημερών.
Dictionary of Greek. 2013.